10 Ιουν 2013
Οι δύο κορυφαίοι Έλληνες djs της ηλεκτρονικής μουσικής σε μια κοινή συνέντευξη εφ’ όλης της ύλης!
-Πότε πιστεύετε ότι το clubbing πέρασε ή περνά την καλύτερη φάση του στη
χώρα μας;
Τ.Τ.: Αυτό είναι σχετικό, την καλύτερη φάση την περνά προσωπικά ο καθένας μας για τους δικούς του λόγους.... Για κάποιον μπορεί αυτή η στιγμή να είναι η καλύτερη και για κάποιον άλλον μπορεί να είναι η χειρότερη. Για κάποιον φρέσκο στο clubbing, επίσης, η πρώτη επαφή είναι αυτή που θα του μείνει, και μάλλον η καλύτερη θα είναι η αμέσως επόμενη που θα την ζήσει!
C.J.: Στα τέλη του 1990 και αρχές του 2000 ήταν μια καλή εποχή για το clubbing και νιώθω τυχερός που την έζησα τόσο ως clubber αλλά και ως dj.
- Ποια είδη της ηλεκτρονικής μουσικής παίζετε στα decks αυτόν τον καιρό;
Τ.Τ.: Προσπαθώ να έχω πολύ μεγάλη γκάμα στα σετ μου, όσο μου το επιτρέπει δηλαδή ο χώρος που παίζω αλλά και η διάθεση του κόσμου. Μιλάμε πάντα με βάση το house, κάποιες φορές θα πάει προς το techno και κάποιες άλλες λίγο πιο disco. Γενικά μου αρέσει να τα ανακατεύω λίγο... παλιά κομμάτια με καινούρια, κάποια πιο ξεχασμένα, καινούρια δικά μου που είναι σε φάση demo ακόμα κλπ... Η μίξη αυτή δε γίνεται πάντα πετυχημένα, αλλά τις περισσότερες φορές το θάρρος και ο αυθορμητισμός κερδίζουν τη λογική!
C.J.: Αν και δε μου αρέσουν οι ταμπέλες, αν θα έπρεπε να προσδιορίσω τη μουσική που επιλέγω, θα έλεγα από deep house μέχρι deep techno.
- Από την εμπειρία σας, ο Έλληνας clubber τι αποζητά περισσότερο να ακούσει;
Τ.Τ.: Αυτή η ερώτηση ανοίγει πολλά μέτωπα… Υπάρχουν οι έμπειροι clubbers, οι σχετικά νέοι στο είδος, αυτοί που έχουν την περιέργεια και οι άσχετοι με το είδος που μπήκαν γιατί «έχει κόσμο». Σε καλά στημένα μαγαζιά με σοβαρά ηχοσυστήματα και αν ξέρεις τι κάνεις και κυρίως υποστηρίζεις αυτό που κάνεις, δε θα έχει τελικά ιδιαίτερες απαιτήσεις, θα περάσει καλά και θα σε ανταμείψει με την διάθεσή του. Αρκεί να ξέρεις πότε, πως και γιατί θα βάλεις κάποια κομμάτια. Σε μαγαζιά που δεν είναι στημένα με τέτοιο τρόπο ώστε να υποστηρίζουν αυτό το είδος, καλό είναι το κοινό να ακούσει κάτι πιο «γνωστό» για να μην κουραστεί προσπαθώντας να καταλάβει τι έχεις επιλέξει εφόσον αυτό που παίζεις δε θα περνά μέσα από το κατάλληλο ηχοσύστημα.
C.J.: Χμ, ακόμα ψάχνουμε να το βρούμε!
- Πώς θα χαρακτηρίζατε τη μουσική σας εξέλιξη από το ξεκίνημά σας μέχρι σήμερα;
Τ.Τ.: Έχω παίξει σχεδόν όλα τα μουσικά είδη σε σχεδόν όλους τους τύπους μαγαζιών, από hip hop, breaks, drum & bass μέχρι dub, disco, funk, ό,τι μπορείς να φανταστείς, εξαιρούνται τα ελληνικά και τα ροκ, μιας και είναι μουσικές τις οποίες δεν έχω ακούσει ποτέ και δε γνωρίζω τον τρόπο και τις τεχνικές που χρειάζονται για να παίξεις. Θεωρώ ότι έμαθα αρκετά μέσα από όλο αυτό το μουσικό ταξίδι, τώρα παίζω μουσική που είναι πιο εύκολη για τον περισσότερο κόσμο να καταλάβει και να χορέψει. Αυτό που μου αρέσει στην «εξέλιξη» αυτή είναι περισσότερο οι εμπειρίες που έχω αποκομίσει μέσα από όλα αυτά τα σετ, τους ανθρώπους που έχω γνωρίσει και τις καταστάσεις που έχω ζήσει.
C.J.: Οι πιο ειδικοί να απαντήσουν σε αυτή την ερώτηση είναι εκείνοι που με στηρίζουν και με τιμούν με την παρουσία τους τόσα χρόνια στους χώρους που παίζω μουσική.
- Θεωρείτε ότι βιώνουμε μια εποχή καλής/ τίμιας μουσικής παραγωγής για clubbing;
Τ.Τ.: Υπάρχει τόσο πολλή μουσική ανέκαθεν, πάντα υπήρχε, δεν άλλαξε κάτι τώρα που «όλοι έχουν από έναν υπολογιστή και μπορούν να γράψουν μουσική» όπως λένε. Αυτός που θα επιλέξει να κυκλοφορήσει τη μουσική σου έχει μερίδιο ευθύνης για το αν θα είναι ικανή και καλή ώστε να φτάσει στα αυτιά του κόσμου, άρα κατά συνέπεια, ο DJ που θα επιλέξει τα κομμάτια τα οποία θα παίξει στο κοινό. Αν αρέσει κάτι, θα το καταλάβεις γιατί θα το χειροκροτήσουν, θα το αγαπήσουν και θα στο ανταποδώσουν! Δεν είναι τυχαία τα κομμάτια που γίνονται επιτυχίες. Έχουν ένα κοινό παρανομαστή, αυτό της αγάπης του κόσμου. Αυτό δεν αλλάζει ότι και να γίνει στον κόσμο! Όσο και να το πιέζεις να βγάλεις ένα επιτυχημένο κομμάτι, αν δεν το αγαπήσει ο κόσμος δε θα γίνει τίποτα. Και αυτό ξεκινά από τον παραγωγό και έρχεται αλυσιδωτά. Αν κάνεις κάτι και το αγαπάς, θα έχει ανταπόκριση, είτε σε πολύ κόσμο είτε σε λίγο. Πάντως το καλό στην εποχή που ζούμε, είναι η δυνατότητα πολλών επίλογων! Μετά από τόσα χρόνια μουσικής μπορείς να βρεις παρά πολλά πράγματα να παίξεις!
C.J.: Υπάρχουν πολλοί καλοί καινούριοι παραγωγοί και αυτό μας κάνει να πιστεύουμε ότι ζούμε μια ενδιαφέρουσα αναγέννηση του ήχου.
- Ποιο είναι εκείνο το απρόοπτο που έχετε να θυμάστε από μια βραδιά εν ώρα εργασίας;
Τ.Τ.: Πολλά, δεν ξέρω από που να ξεκινήσω! Αλλά θα πάω στο πιο παλιό περιστατικό. Αρχές του 1990 μόλις έχω αρχίσει να παίζω επαγγελματικά, έχω πάει σε ένα πάρτι σε μαγαζί για να παίξω μουσική. Ήταν μια εποχή που παίζαμε μόνο βινύλια, ακουμπώ λοιπόν την τσάντα μου με τους δίσκους στο dj booth, πάω στο μπαρ να πάρω ένα ποτό και έρχεται η ώρα να παίξω. Η τσάντα όμως είχε κάνει φτερά!!! Το πιο πρόσφατο περιστατικό που θυμάμαι είναι η επίμονη μιας κοπέλας να ακούσει ένα κομμάτι, έφτασε στο σημείο να ανεβάσει τη μπλούζα της να μου δείξει το στήθος της για να ακούσει ένα κομμάτι που απλά δεν το είχα! Μετά από αυτό που μου συνέβη, πάντως, θα κοιτάξω πάντως να λείπουν πολλά κομμάτια από τη συλλογή μου!
C.J.: Μια φορά μια κοπέλα μου ζήτησε να παίξω ένα κομμάτι σε ένα beach bar χωρίς να φοράει το πάνω μέρος του μαγιό της.
- Πρόσφατα αναλάβατε τη μουσική επιμέλεια για το πάρτι παρουσίασης των Red Bull Editions. Ποιες είναι οι εντυπώσεις σας;
Τ.Τ: Ένας χαρακτηρισμός ταιριάζει απόλυτα σε αυτό το πάρτι: επαγγελματισμός. Από τον ήχο, τα φώτα, το στήσιμο του event, τον κόσμο, τα πάντα εκείνο το βράδυ συνοψίζουν μία από τις καλύτερες εμπειρίες που έχω ζήσει.
C.J.: Τρομερή οργάνωση, απίστευτος ήχος, ήταν πραγματικά ένα βράδυ που θα θυμόμαστε για αρκετό καιρό.
- Δοκιμάσατε τις νέες γεύσεις; Ποια από τις τρεις προτιμάτε και γιατί;
Τ.Τ: Όλο το βράδυ έπινα το Silver Edition και τελικά σε αυτό κατέληξα! Δεν είμαι τόσο των γλυκών γεύσεων...
C.J.: Το Silver Edition είναι το αγαπημένο μου!
- Ποιους Έλληνες djs ξεχωρίζετε αυτόν τον καιρό;
Τ.Τ.: Θεωρώ τους περισσότερους Έλληνες djs τους πιο ταλαντούχους στον κόσμο, για τον εξής απλό λόγο: παίζουν στο πιο δύσκολο κοινό! Άρα, εύκολα μπορούν να κάνουν καριέρα στο εξωτερικό.
C.J.: Τον Thodoris Triantafillou!!! (γέλιο)
- Πώς και πήρατε την απόφαση να εμπλακείτε σε πιο δημιουργικά μονοπάτια
ιδρύοντας την εταιρία παραγωγής Rhythmetic; Ποιος είναι ο ρόλος του καθενός
στην εταιρία;
Τ.Τ.: Η ανεξάρτητη δισκογραφική εταιρία Rhythmetic δημιουργήθηκε από τον CJ Jeff πριν από επτά, οχτώ χρόνια αν δεν κάνω λάθος. Πριν από 4 χρόνια περίπου συνεργαστήκαμε στο κομμάτι της παράγωγης και το ένα έφερε το άλλο… Βάλαμε ένα πλάνο για τον τρόπου που θα κινηθεί η εταιρία, αλλάξαμε το image της και μουσικά αλλά και οπτικά. Κοινώς, κάναμε ένα re-branding και τελικά πήγε πολύ καλά. Ξεκινήσαμε με ελάχιστους συνεργάτες και τώρα, μπορώ να πω πως σιγά-σιγά μεγαλώνουμε...
Όλοι κάνουμε αρκετή δουλεία και λίγο από όλα, εγώ κάνω το A&R, το Design και το γενικό image του label, κάποιες μίξεις σε κομμάτια καλλιτεχνών περνούν και μέσα απο το στούντιο μου το "Glory Hill Studio", όπως και οι δικές μας παράγωγες. Ο Νίκος είναι ο ιδιοκτήτης και δουλεύει αρκετά στο PR αλλά και στο A&R, γενικά οι αποφάσεις παίρνονται από κοινού τις περισσότερες φορές. Τελευταία, έχω αποποιηθεί λίγο τον τίτλο του Label Manager και το έχει αναλάβει ο Κώστας Τερζούδης μιας και έχουμε πολλή δουλειά με τις παραγωγές μας. Είναι κάτι το οποίο το αγαπάμε όλοι το ίδιο θα έλεγα όποτε και προσπαθούμε από κοινού για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα.
C.J.: Η Rhythmetic υπάρχει εδώ και επτά χρόνια με 15 κυκλοφορίες βινυλίων στο ενεργητικό της, άλλες τόσες digital παραγωγές και συνεργασίες με σεβαστά ελληνικά και ξένα ονόματα της ηλεκτρονικής μουσικής. Όσο για τον ρόλο του καθενός, ιδέα δεν έχουμε, κάνουμε ό,τι μας κατέβει! (γέλιο)
ΠΗΓΗ